-
1 οπλοστάσιο
[оплостасио] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > οπλοστάσιο
-
2 арсенал
-
3 арсенал
арсеналм1. τό ὀπλοστἀσιο[ν] / ὁ ναύ; ***σταθμός (морской);2. перен τό ἀπόθεμα -
4 склад
склад Iм ἡ ἀποθήκη:дровяной \склад ἡ ξυλαποθήκη· \склад оружия ἡ ἀποθήκη ὀπλων, τό ὅπλοστάσιο[ν]· \склад боеприпасов ἡ ἀποθήκη πυρομαχικών продовольственный \склад ἡ ἀποθήκη τροφίμων заведующий \складом ὁ ἀποθηκάριος.склад IIм1. (характер) ἡ κράση, ἡ ψυχοσύνθεση [-ις]:\склад ума ἡ νοοτροπία· люди особого склада ἀνθρωποι ἰδιαίτερης πάστας· ◊ ни \складу ни ладу разг ἀπό τήν πόλη Ερχομαι καί στήν κορφή κανέλλα -
5 арсенал
[αρσινάλ] ουσ. α. οπλοστάσιο -
6 арсенал
[αρσινάλ] ουσ α οπλοστάσιο -
7 арсенал
-а α.1. οπλοστάσιο• οπλοφυλάκιο• οπλαποθήκη. || μεγάλο απόθεμα, εφοδιασμός.2. οπλοποιείο. -
8 плацдарм
-а α.οπλοστάσιο, οπλαποθήκη βάση στρατιωτική. || πεδίο έναρξης επιχειρήσεων.
См. также в других словарях:
οπλοστάσιο — το 1. αποθήκη όπλων: Με τους εξοπλισμούς η Γη έγινε ένα απέραντο οπλοστάσιο. 2. στρατιωτικό εργοστάσιο κατασκευής και επισκευής όπλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπλοστάσιο — το 1. στρ. 1. ο χώρος, η αποθήκη μέσα στην οποία φυλάσσονται τα φορητά όπλα μιας στρατιωτικής μονάδας, όπως είναι τα τυφέκια, τα οπλοπολυβόλα, τα πιστόλια, τα αντιαρματικά όπλα, τα ολμοβόλα κ.ά. 2. εργοστάσιο κατασκευής, συντήρησης και επισκευής… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κολέν, Ζαν — (Jean Colin,; – 1839). Γάλλος φιλέλληνας. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και κατατάχθηκε στον τακτικό στρατό του Φαβιέρου. Συμμετείχε στην εκστρατεία της Αττικής, στις μάχες στην Κάρυστο, στην Ακρόπολη και στη Χίο. Επίσης υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό και … Dictionary of Greek
Νταφτσένκο ή Νταβζένκο, Αλεξάντρ Πέτροβιτς — (Aleksandr Petrovich Dovzhenko, Σόσνικα, Τσερνίγκεφ 1894 – Μόσχα 1956). Ρώσος σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Γιος Ουκρανών χωρικών, ερασιτέχνης ζωγράφος, αυτοδίδακτος, πλησίασε τον κινηματογράφο από ένστικτο χωρίς καμιά προκαταρκτική περίοδο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Fuerza Aérea Griega — Aviación Militar Πολεμική Αεροπορία Polemikí Aeroporía Escudo de la Aviación Militar Griega. Activa 1911 (aviación del ejército) 1930 (fue … Wikipedia Español
-στάσιο — στάσιον, ΝΜΑ β’ συνθετικό ουδ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο ρ. ἵστημι «στέκομαι, βρίσκομαι» και εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă τού ρ. (πρβλ. στά σις, στατός). Τα σύνθ. αυτά εμφανίζουν ως α συνθετικό ουσιαστικά (με… … Dictionary of Greek
αφοπλισμός — Στον όρο α. συμπεριλαμβάνονται τρεις, το λιγότερο, διαφορετικές έννοιες: η καταστροφή ή η μείωση των εξοπλισμών, που επιβάλλεται σε μία ηττημένη χώρα, ο α. καθορισμένων γεωγραφικών περιοχών που προβλέπεται από διμερείς συνθήκες· η μείωση ή ο… … Dictionary of Greek